θεριακλίκι

θεριακλίκι
και τεριακλίκι, το [θεριακλής]
η ιδιότητα τού θεριακλή, το πάθος για κάτι, η μανία για κάτι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • θεριακλίκι — το ιού, έμμονο πάθος για κάτι: Θεριακλίκι του καφέ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -λίκι — και ιλίκι και ίκι κατάλ. αφηρημένων ουσ. τής Νεοελληνικής που δηλώνουν ιδιότητα συχνά με μειωτική σημασιολογική χροιά. Η κατάλ. προήλθε από δάνεια από την Τουρκική (κατάλ. lik), π.χ. μερακ λίκι. Η κατάλ. εμφανίζεται σπανιότερα και με τη μορφή ίκι …   Dictionary of Greek

  • θεριακλής — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Κυριάκος. Ναυμάχος από την Κωνσταντινούπολη. Πήρε μέρος σε πολλές επιχειρήσεις και τραυματίστηκε κοντά στην Άνδρο. Διετέλεσε γραμματέας ρωσικού σκάφους κατά τη ναυμαχία του Ναυαρίνου (1827). Μετά την απελευθέρωση… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”